τερατουργώ

τερατουργώ
-έω, ΜΑ [τερατουργός]
κάνω σημεία και τέρατα, κάνω παράξενα ή θαυμαστά πράγματα, είμαι τερατουργός
αρχ.
επινοώ ψεύτικες, φανταστικές ιστορίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τερατουργῶ — τερατουργέω work wonders pres subj act 1st sg (attic epic doric) τερατουργέω work wonders pres ind act 1st sg (attic epic doric) τερατουργός wonder worker masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατουργῷ — τερατουργός wonder worker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατούργημα — το, ΝΜΑ [τερατουργῶ] νεοελλ. 1. τερατώδες έργο 2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας μσν. αρχ. 1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα 2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”